Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν το χωρεί ο

  • 1 Όπου δεν χωρεί η ανδρειά, έρχεται η πονηριά

    Где силой не возьмешь, там хитрость на подмогу
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου δεν χωρεί η ανδρειά, έρχεται η πονηριά

  • 2 χωρώ

    I (ε), χωράω (αόρ. (ε)χώρεσα) 1. μετ. вмещать, содержать в себе;

    η αίθουσα χωρεί χίλιους θεατές — зал вмещает тысячу зрителей;

    § δεν τον χωρεί ο τόπος — он места себе не находит;

    δεν τον χωρει το σπίτι — ему дома не по себе;

    δεν το χωρεί ο νούς μου — это не укладывается у меня в голове, это непостижимо;

    αυτά τα παπούτσια δεν με χωρούν — эти ботинки мне малы;

    2. αμετ. помещаться, вмещаться, содержаться;

    εδώ δεν χωρεί πλέον άλλος — здесь больше никто не поместится;

    § δεν χωρεί δεύτερη γνώμη — двух мнений быть не может;

    στούς δυό τρίτος δεν χωρά — третий лишний;

    δεν χωράει καμμιά αμφιβολία — не может быть никакого сомнения

    χωρώ2
    II (ε) (αόρ. (ε)χώρησα) идти, двигаться, продвигаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χωρώ

  • 3 νούς

    ο
    1) ум, разум; рассудок; интеллект;

    εφευρετικός νούς — изобретательный ум;

    οξύς νούς — острый ум;

    κοινός νούς — здравый смысл;

    μέγας ( — или μεγάλος) νούς — великий ум; — человек большого ума;

    2) склад ума, образ мыслей;

    επιστημονικός νούς — научный склад ума;

    3) мысль;

    πού, τρέχει ο νούς σου; — о чём ты думаешь?;

    ο νούς του πάντα πάει στο κακό — в голове у него всегда дурные мысли;

    4) замысел, идея;

    ο νούς τού συγγραφέα — замысел писателя;

    5) смысл;
    § κοντά στο νού κι' η γνώση нетрудно догадаться; это само собой разумеется; έχει νού он человек с умом; έχω κατά νουν намереваться, думать, собираться; δεν το έχω στο νού να το κάνω я и не думаю этого делать; βάζω με το νού μου предполагать, представлять себе; подозревать; λέω με το νού μου думать про себя; δεν είσαι με το νού σου! ты не в своём уме!; 2χω τον νού μου σε... а) думать о...; б) внимательно следить за...; χάνω το νού μου терять рассудок, терять голову; быть ошеломлённым, приходить в смятение; λογαριάζω με το νού считать в уме; κρατώ στο νού держать в уме; μου έρχεται στο νού приходить на ум, в голову; вспоминаться; δεν μού βγαίνει απ' το νού у меня не выходит из головы, из ума не идёт...;

    δεν το χωρεί ο νούς μου — у меня это не укладывается в голове, это уму непостижимо;

    πήρε ο νούς του αέρα — он задрал нос, он очень возомнил о себе;

    αυτό βγάλ' το από τό

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νούς

  • 4 σύγκριση

    [-ις (-εως)] η сравнение, сличение; сопоставление;

    δεν χωρεί σύγκριση — или οϋτε σύγκριση — вне всякого сравнения, не может быть никакого сравнения, это несравнимо

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύγκριση

  • 5 τέσσαρες

    ες, α αριθ. четыре;

    τό δωμάτιο τέσσαρα — комната номер четыре;

    τό τέσσαρα μπαστούνι — карт, четвёрка пик;

    τό τέσσαρα δεν χωρεί στο επτά — семь не делится на четыре;

    § δύο και δύο κάνουν τέσσαρα — как дважды два четыре;

    να τον πάνε οι τέσσαρ! — чтоб он подох!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τέσσαρες

См. также в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… …   Dictionary of Greek

  • όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»